- ωκεανογράφος
- ο, ηαυτός που ασχολείται με την ωκεανογραφία, ο θαλασσογράφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωκεανογράφος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ωκεανογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + γράφος*] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Λιούις, Έντουαρντ — (Edward Lewis, Πενσιλβάνια, ΗΠΑ 1918 –). Αμερικανός γενετιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε βιοστατιστική, γενετική και μετεωρολογία στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια. Υπηρέτησε στην… … Dictionary of Greek
θαλασσογράφος — ο 1. ζωγράφος που παίρνει τα θέματά του από τη θάλασσα. 2. ωκεανογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)